ἀντιμαχόμενος

ἀντιμαχόμενος
ἀντιμάχομαι
fight against
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανταγωνιστής — ο (θηλ. ανταγωνίστρια, η) (Α ἀνταγωνιστής) αυτός που ανταγωνίζεται κάποιον αρχ. 1. ενάντιος, αντίθετος, αντιμαχόμενος 2. ο αντεραστής …   Dictionary of Greek

  • Κόμπετ, Γουίλιαμ — (William Cobbett, Φάρνχαμ 1763 – Γκίλφορντ 1835). Άγγλος δημοσιογράφος και πολιτικός. Καταγόταν από ταπεινή οικογένεια και διακρινόταν για το ζωηρό πνεύμα και την ευρεία του μόρφωση. Το 1792 ο Κ. –για να αποφύγει τις συνέπειες καταγγελίας του… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”